- ηπατοθεραπεία
- ηχορήγηση ήπατος ή εκχυλίσματος ήπατος για θεραπευτικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatotherapy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατoς) + therapy (πρβλ. θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.